καταχωρίζεται

καταχωρίζεται
καταχωρίζω
place in position
pres ind mp 3rd sg
καταχωρίζω
place in position
pres ind mp 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • αγγελιόσημο — το το ποσοστιαίο τέλος που επιβάλλεται με ειδικό ένσημο στο τίμημα κάθε διαφήμισης ή δημοσιεύματος που καταχωρίζεται «επί πληρωμή» στον ημερήσιο ή περιοδικό τύπο, καθώς και σε κάθε διαφήμιση που γίνεται από το ραδιοτηλεοπτικό δίκτυο …   Dictionary of Greek

  • απλογραφία — η λογιστικό σύστημα με το οποίο παρακολουθούνται οι συναλλαγές της επιχείρησης με λογαριασμούς τρίτων, όπου κάθε εγγραφή καταχωρίζεται κατά χρονολογική σειρά σε χρέωση ή πίστωση ανάλογα με τη φύση της δοσοληψίας …   Dictionary of Greek

  • επιφυλλίδα — Αυτοτελές άρθρο που δημοσιεύεται στο κάτω μέρος εφημερίδας και χωρίζεται από την υπόλοιπη ύλη με οριζόντια γραμμή. Την ε. εγκαινίασε η γαλλική Εφημερίδα των Συζητήσεων, στα χρόνια της υπατείας του Ναπολέοντα. Το 1842, η ίδια εφημερίδα δημοσίευσε… …   Dictionary of Greek

  • μαλλί — Κοινή ονομασία για το έριο, υφαντική ίνα η οποία λαμβάνεται κυρίως από το τρίχωμα του προβάτου, αλλά και άλλων μηρυκαστικών θηλαστικών όπως το μ. αλπακά, βικούνιας, λάμας, καμήλας, καθώς και το μ. μοχέρ (από την capra angorensis) και κασμίρ (από… …   Dictionary of Greek

  • μύθος — Παραδοσιακή αφήγηση ενός λαού, στην οποία αποδίδονται ιδιαίτερες αξίες ιερού χαρακτήρα. Ο όρος, τον οποίο οι αρχαίοι Έλληνες χρησιμοποιούσαν για τις φανταστικές διηγήσεις, υποδηλώνει μέχρι σήμερα την πιθανότητα και την αντικειμενική αναξιοπιστία… …   Dictionary of Greek

  • υπόμνημα — το / ὑπόμνημα, ΝΜΑ [ὑπομιμνήσκω] 1. γραπτό σημείωμα με το οποίο γίνεται υπενθύμιση για κάτι 2. κάθε μέσο με το οποίο υπενθυμίζει κανείς κάτι σε κάποιον 3. γραπτή αίτηση ή αναφορά απευθυνόμενη σε μια αρχή με σκοπό την γνωστοποίηση ή υπενθύμιση… …   Dictionary of Greek

  • ενέχομαι — βλ. πίν. 191 (μόνο στον ενεστ. και παρατατ.) Σημειώσεις: ενέχομαι : σε ορισμένα λεξικά καταχωρίζεται ξεχωριστά από το ενέχω, γιατί η σημασία του είναι τελείως διαφορετική (ενέχω → περιέχω, ενέχομαι είμαι αναμειγμένος σε αξιόποινη πράξη) …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • λειτουργάω — / λειτουργώ, λειτούργησα βλ. πίν. 58 και πρβλ. λειτουργώ Σημειώσεις: 1 λειτουργάω – λειτουργώ : η διπλοτυπία ισχύει μόνο για την έννοια → τελώ τη θεία λειτουργία. Η παθητική φωνή σημαίνει → παρακολουθώ τη θεία λειτουργία. 2 λειτουργώ : το ρ.… …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • λειτουργώ — λειτουργώ, λειτούργησα βλ. πίν. 73 και πρβλ. λειτουργάω Σημειώσεις: 1 λειτουργάω – λειτουργώ : η διπλοτυπία ισχύει μόνο για την έννοια → τελώ τη θεία λειτουργία. Η παθητική φωνή σημαίνει → παρακολουθώ τη θεία λειτουργία. 2 λειτουργώ : το ρ.… …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • επιφυλλίδα — η δημοσίευμα αυτοτελές ή με συνέχεια (λογοτεχνικού η εγκυκλοπαιδικού περιεχομένου) που καταχωρίζεται σε συγκεκριμένο σημείο εντύπου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”